Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2016

νο50

παρελθόν
το σόλο του φίγκαρω λεκιασμένο από τον ιδρώτα της μασχάλης μου
καθώς διασχίζω κάθετα τις καμάρες
βραχνές φωνές με κάνουν να σηκώσω το κεφάλι
"τσαβό!ε τσαβό!"
αύγουστος καιρός
έστριψα δεξιά
έπρεπε να γυρίσω εκεί που τότε είχα σπίτι
"τσαβό!ε τσαβό!"
γω να ανοίγω το βήμα
γω να κρατώ το στόμα κλειστό

παρόν
λιώσαν οι παγερές αδιαφορίες
φανήκαν από μέσα τους έγνοιες μαμούθ
απαγορεύεται να πεθάνεις
επιτρέπεται να πεθαίνεις
να ψυχορραγείς επιβάλλεται
να υποκύπτεις στην οικογενειακή όχληση
να είσαι άλλος
κι ούτε τσαβό
ούτε φίλος

φτηνή ηλεκτρική σόμπα άσε τις συστολές
τρίζεις
ακριβέ κουρδιστέ εαυτέ μου καμάρωσε τις διεσταλμένες σου κόρες
σκίζεις

μέλλον
ξυπνάω εφτά μήνες μετά
και ρωτώ ποιος είναι αυδμ και ποιος βγάζει υπηρεσίες
ωπ λάθος
διασχίζω την ακαδημίας και πατώ ένα λεωφορείο
με σπρέι μαύρο
"ατασθαλία stay!ατασθαλία μη!"
ταυτόχρονα προσεύχομαι στον φρόιντ να με φυλάει
"ζίγκμουντ τρελέ μου έχε με λογικό!"
χαμένο συναίσθημα
χάχανα βραδινά καλοκαιριού
κλάματα θαυμασμού ανοιξιάτικα
μέρες έρωτα
περνούν από μπροστά μου με ταχύτητα
ανάμεσα στα άδεια ταξί της πανεπιστημίου
στο μυαλό μου οι ίδιες σκέψεις
στα χαρτιά μου τα ίδια κατατονικά κείμενα
σταδίου
παίρνω φόρα
χτυπώ στην αιχμή της ώρας και καρφώνομαι
απομένω ξανά σκέτη βούληση

ούτε τσαβό
ούτε φίλος
ούτε φρόιντ
βούληση σκέτη